- επιδιδάσκω
- ἐπιδιδάσκω (Α)διδάσκω επί πλέον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιδιδάξει — ἐπιδιδάσκω teach besides aor subj act 3rd sg (epic) ἐπιδιδάσκω teach besides fut ind mid 2nd sg ἐπιδιδάσκω teach besides fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδιδασκόντων — ἐπιδιδάσκω teach besides pres part act masc/neut gen pl ἐπιδιδάσκω teach besides pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδιδάξαι — ἐπιδιδάσκω teach besides aor inf act ἐπιδιδάξαῑ , ἐπιδιδάσκω teach besides aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδιδάσκει — ἐπιδιδάσκω teach besides pres ind mp 2nd sg ἐπιδιδάσκω teach besides pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεδιδάσκετο — ἐπιδιδάσκω teach besides imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεδίδαξεν — ἐπιδιδάσκω teach besides aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδιδάσκων — ἐπιδιδάσκω teach besides pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεπιδιδάσκει — πρόσ ἐπιδιδάσκω teach besides pres ind mp 2nd sg πρόσ ἐπιδιδάσκω teach besides pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδάσκω — και διδάχνω (AM διδάσκω, Μ και διδάχνω) 1. μαθαίνω σε κάποιον κάτι, μεταδίδω γνώσεις («εδίδασκε τα ελληνικά γράμματα», «τὸν διδάσκει τοὺς δεσμοὺς ἐκεῑνος τῆς ἀγάπης», «σε... ἱπποσύνας ἐδίδαξαν», «μέ δίδαξε η ζωή», «πολλὰ διδάσκει μ ὁ πολὺς… … Dictionary of Greek
προσεπιδιδάσκω — Α [ἐπιδιδάσκω] διδάσκω επιπροσθέτως … Dictionary of Greek